- επαναχώρησις
- ἐπαναχώρησις, η (Α) [επαναχωρώ]1. επιστροφή («ἐγένετο δὲ καὶ ἐν Πεπαρήθῳ κύματος ἐπαναχώρησίς τις», Θουκ.)2. υποχώρηση («μετὰ δὲ τὴν ἐκ Σικελίας ἐπαναχώρησιν», Διόδ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπαναχώρησις — return fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαναχωρήσει — ἐπαναχώρησις return fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἐπαναχωρήσεϊ , ἐπαναχώρησις return fem dat sg (epic) ἐπαναχώρησις return fem dat sg (attic ionic) ἐπαναχωρέω retreat aor subj act 3rd sg (epic) ἐπαναχωρέω retreat fut ind mid 2nd sg ἐπαναχωρέω … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαναχώρησιν — ἐπαναχώρησις return fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαναχωρήσεων — ἐπαναχωρήσεω̆ν , ἐπαναχώρησις return fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)